κερατέας

κερατέας
κερατέᾱς , κερατέα
fem acc pl
κερατέᾱς , κερατέα
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κερατέας, δήμος — Δήμος (13.246 κάτ.) του νομού Αττικής που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και περιλαμβάνει τον πρώην ομώνυμο δήμο της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • Ostattika — Präfekturbezirk Ostattika (1972–2010) Νομαρχία Ανατολικής Αττικής Basisdaten (April 2010)[1] …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής …   Dictionary of Greek

  • κερατέα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 190 μ., 7.430 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 40 χλμ. ΝΑ της Αθήνας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Γενική άποψη της Κερατέας του νομού Αττικής. * * * η… …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Δασκαλειό — Οικισμός (140 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • Δημολάκι — Οικισμός (53 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

  • Διφελίδα — Οικισμός (127 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”